Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γιά ατομική

См. также в других словарях:

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

  • ατομική διάθλαση — Φυσική σταθερά που βρίσκεται από το γινόμενο του ατομικού βάρους ενός στοιχείου και της ειδικής διάθλασής του. Η α.δ. είναι σταθερός αριθμός μόνο για τα μονοσθενή στοιχεία. Για το οξυγόνο, το άζωτο και τον άνθρακα παίρνει διάφορες τιμές ανάλογα… …   Dictionary of Greek

  • ατομική στήλη — Συσκευή κατάλληλη για τη χρησιμοποίηση της ενέργειας που εκλύεται από τη σχάση βαρέων στοιχείων. Αυτό γίνεται με την κατάλληλη επιβράδυνση της εξέλιξης της αντίδρασης (βλ. λ. πυρήνας ατομικός). Γενικότερα αυτές οι συσκευές λέγονται πυρηνικοί… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Κοινότητα για την Ατομική Ενέργεια — (Ευρατόμ). Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση (Ιστορία) …   Dictionary of Greek

  • Ηράκλειτος — (Έφεσος περ. 535 – 475 π.Χ.).Προσωκρατικός φιλόσοφος. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη ζωή του·φαίνεται όμως ότι είχε αριστοκρατική καταγωγή και για τον λόγο αυτό περιφρονούσε τόσο την τυραννίδα όσο και τη δημοκρατία. Ανεξάρτητο και δυνατό πνεύμα,… …   Dictionary of Greek

  • Σπένσερ, Χέρμπερτ — (Spencer). Άγγλος θετικιστής και εξελικτικός φιλόσοφος (Ντέρμπι 1820 Μπράιτον 1903). Αυτοδίδακτος και διαπαιδαγωγημένος σε αντικονφορμιστικό περιβάλλον, διαμόρφωσε τις απόψεις του με τη μελέτη των φυσικών επιστημών. Μηχανικός των σιδηροδρόμων,… …   Dictionary of Greek

  • περίστροφος — η, ο / περίστροφος, ον ΝΑ [περιστρέφω] περιστροφικός νεοελλ. 1. περιεστραμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το περίστροφο μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική προστασία, που τροφοδοτείται από κυλινδρική φυσιγγιοθήκη, γνωστή ως… …   Dictionary of Greek

  • αντιασφυξιογόνα προσωπίδα — Ατομική συσκευή που προστατεύει τις αναπνευστικές οδούς, το δέρμα του προσώπου και τα μάτια από την επιβλαβή δράση τοξικών ουσιών που περιέχονται στην ατμόσφαιρα. Η παρουσία των ουσιών αυτών μπορεί να οφείλεται σε βιομηχανικές επεξεργασίες, σε… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»